-
1 βουλευτήριον
βουλ-ευτήριον, τό,A council-chamber, seat of a βουλή, Hdt.1.170, A.Eu. 570, 684, E.Andr. 1097, And.1.36, D.18.169, Pl.Grg. 452e, Michel 1203 ([place name] Iasos), etc.; = Lat. curia, Plu.Cic.31, Hdn.5.5.7.II Council, Senate, D.H.2.12; of local βουλαί, PLond. 2.408.14 (iv A. D.), etc.; of individuals, δόλια βουλευτήρια treacherous counsellor, E.Andr. 446; ῥυσὰ β. Theopomp. Com. 75 (paratrag.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλευτήριον
См. также в других словарях:
βουλευτήριο — το (AM βουλευτήριον) το κτήριο ή ο χώρος όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές ή τα μέλη συμβουλίου αρχ. 1. το σύνολο των βουλευτών, οι βουλευτές ως σώμα 2. φρ. «δόλια βουλευτήρια» δόλιοι, κακόπιστοι σύμβουλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω)… … Dictionary of Greek